- συνάλλαγμα
- Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους εισαγωγείς, που τους χρησιμοποιούν με τη σειρά τους για τις πληρωμές τους. Το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών πληρωμών δεν γίνεται πραγματικά με μετρητό χρήμα, αλλά με πιστωτικούς τίτλους, που είναι έπειτα αντικείμενο συμψηφισμού (μεταξύ των λίγων περιπτώσεων πληρωμής σε «νόμιμο νόμισμα» είναι τα ποσά που ξοδεύουν στο εξωτερικό οι ταξιδιώτες και οι τουρίστες).
Η ζήτηση και η προσφορά σ. συμβάλλουν μαζί με τη ζήτηση και την προσφορά νόμιμου νομίσματος στον καθορισμό, με τη μεσολάβηση του συμψηφισμού και του αρμπιτράζ, της τιμής του σ. που δεν είναι τίποτε άλλο από την τιμή των ξένων νομισμάτων. Ανάλογα με το αν υπάρχει καθεστώς μεταβλητών ή σταθερών τιμών σ., η τιμή του ξένου σ. μπορεί να ποικίλλει ελεύθερα ή μόνο μέσα σε ορισμένα όρια.
Για τον έλεγχο των διακυμάνσεων των ξένων σ. πολλά κράτη εφάρμοσαν, σε ορισμένες στιγμές, τη λεγόμενη «συναλλαγματική πολιτική», που συνίσταται στη συγκέντρωση από την εκδοτική τράπεζα ή ειδικούς αρμόδιους οργανισμούς μεγάλων ποσοτήτων ξένου σ. Όταν η τιμή των ξένων νομισμάτων τείνει να ανέβει στην αγορά, η Τράπεζα πωλεί μια ποσότητα ικανή να σταθεροποιήσει την τιμή και αντίστροφα. Η συναλλαγματική πολιτική αποδείχτηκε αποτελεσματική μόνο για την καταπολέμηση πρόσκαιρων κερδοσκοπικών κινήσεων κεφαλαίων, ενώ όταν η έλλειψη ξένων σ. είναι βαθύτερη και διαρκέστερη (όπως μια μόνιμη οργανική ανισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών) το απόθεμα της Τράπεζας καταλήγει να αποδειχτεί ανεπαρκές για τη συγκράτηση της υψωτικής τάσης της τιμής του.
Ο μηχανισμός όμως του σχηματισμού των τιμών σ. είναι περισσότερο πολύπλοκος και η λειτουργία του προσδιορίζεται από το συναλλαγματικό σύστημα, που ισχύει σε κάθε περίπτωση. Έτσι μπορεί να καθορίζεται επιτακτικά από την κρατική νομισματική αρχή, αλλά, κανονικά, σε καθεστώς «ελευθερίας των συναλλαγών», προκύπτει από τη διαδικασία της προσφοράς και της ζήτησης των νομισμάτων από εκείνους που θέλουν να κάνουν πληρωμές στο εξωτερικό. Αυτές οι προσφορές και οι ζητήσεις συγκεντρώνονται στα χρηματιστήρια, που δίνουν την ισοτιμία των ξένων νομισμάτων. Οι ισοτιμίες που προκύπτουν από την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης των σ. στους διάφορους τόπους εξισώνονται κατόπιν σε όλους τους τόπους με τις πράξεις «αρμπιτράζ», έτσι που σε μια ορισμένη στιγμή η τιμή ενός συγκεκριμένου νομίσματος έναντι ενός άλλου τείνει να είναι παντού η ίδια.
* * *το, ΝΑ, και βοιωτ. τ. σουνάλλαγμα Α [συναλλάσσω]νεοελλ.1. κάθε συναλλακτικό μέσο εκφραζόμενο σε ξένο νόμισμα και κάθε μέσο διεθνών πληρωμών2. φρ. α) «τιμή τού συναλλάγματος» — η τιμή τού εθνικού νομίσματος μιας χώρας εν σχέσει με την τιμή τού νομίσματος μιας άλλης, αλλ. ισοτιμίαβ) «συνάλλαγμα και εξωτερικές πληρωμές» — πληρωμές που γίνονται σε συνάλλαγμα μεταξύ κρατών για αποπληρωμή εμπορικών χρεών ή ως μια μονομερής μεταφορά κεφαλαίων ή για επένδυση ή για άλλο λόγογ) «δεσμευμένο συνάλλαγμα» — συνάλλαγμα που έχει κατατεθεί σε μια τράπεζα και που η εκ μέρους τού κατόχου του ελεύθερη διάθεσή του απαγορεύεται για διάφορους λόγους και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημαδ) «αγορά συναλλάγματος» — αγορά στην οποία εθνικά νομίσματα αγοράζονται και πωλούνται από εκείνους που τά χρειάζονται για ποικίλες συναλλαγέςε) «προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος» — συναλλαγές που συνεπάγονται συμφωνίες συγκεκριμένης ισοτιμίας σε μια συγκεκριμένη μελλοντική χρονική στιγμήστ) «έλεγχος ξένου συναλλάγματος» — κυβερνητικοί περιορισμοί στις ιδιωτικές συναλλαγές σε συνάλλαγμα, οι οποίοι αποσκοπούν στην αποτροπή δημιουργίας προβλήματος ή στην επανόρθωση ενός προβλήματος στο ισοζύγιο πληρωμών, με τον περιορισμό τής αγοράς ξένου συναλλάγματος σε ύψος που δεν ξεπερνά τις σχετικές εισπράξειςζ) «ρήτρα συναλλάγματος» — ρήτρα που συνομολογείται μεταξύ δανειστών και δανειζομένων και στοχεύει στην προστασία τών δανειστών από τον κίνδυνο υποτιμήσεως με το ότι τα μέρη συμφωνούν ότι το συναφθέν δάνειο ή η συναφθείσα πώληση ισοδυναμεί με ένα ποσόν σε ξένο σταθερό νόμισμα και ότι η εξόφληση θα γίνει σε εγχώριο νόμισμα με την ισοτιμία που θα ισχύει στη δεδομένη στιγμήαρχ.1. συμβόλαιο, συμφωνία2. στον πληθ. τὰ συναλλάγματαα) εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες («ἀργύριον μὲν νόμισμ' εἶναι τῶν ἰδίων συναλλαγμάτων ἕνεκα τοῑς ἰδιώταις εὑρημένον», Δημοσθ.)β) συναλλαγή, αμοιβαία σχέση («κριταὶ τῶν δημοσίων και τῶν ἰδιωτικῶν συναλλαγμάτων», Πολ.)γ) ένταλμα πληρωμής3. φρ. α) «ἑκούσια συναλλάγματα» — πράξεις που γίνονται με αμοιβαία συμφωνία όπως συνθήκες, συμβόλαια κ.λπ. (Αριστοτ.)β) «ἀκούσια συναλλάγματα» — μονομερείς ενέργειες ή βιαιοπραγίες (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.